Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2020

Ευτυχία Δεν Είδαμε...

Το πρόβλημα με κάθε τι καλό που έρχεται σ’ αυτή τη χώρα είναι ότι πρέπει να το μοιραστείς με τον ευρύτερο απαίδευτο όχλο.

Πήγα να δω απόψε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο σινεμά και η εμπειρία της θέασης με τους είκοσι παρευρισκόμενους ήταν μεγαλύτερη κι από την, πραγματικά πολύ καλή, ταινία την ίδια.

Η ταινία αυτή αφορά στη ζωή της πρώτης Ελληνίδας στιχουργού και ξεκινά με την καταστροφή της Σμύρνης και καταλήγει στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με τον θάνατό της. Αντιλαμβάνεστε ότι και η πλειοψηφία του κοινού που σπεύδει να την παρακολουθήσει είναι αντίστοιχης ηλικίας. Παίζει η τελευταία ταινία που είδε στο σινεμά η πλειοψηφία των θεατών απόψε, να ήταν «Η Αλίκη στο Ναυτικό!»

Η εμπειρία μου στο Cineplex ξεκίνησε με ένα γέρο που με το που ξεκίνησαν τα τρέηλερ σηκώθηκε όρθιος και φώναζε προς το θυρωρείο «Χαμηλώστε το!» -δις. Ναι ξέρω, μόνο σε μένα συμβαίνουν αυτά. Ήταν έξαλλος, προφανώς το dolby surround του ήταν πρωτόγνωρο και νόμισε ότι μπορεί να ρυθμίσει τον ήχο διά βοής όπως στο σπίτι του, που φωνάζει στη γυναίκα του να χαμηλώσει την τηλεόραση για να κοιμηθεί. Αφού στρίγγλισε και γύρισε όλη η αίθουσα επάνω του και τον κοίταζε, έκατσε κάτω φρόνιμος και δεν μας ξανά-ενόχλησε. Πιθανώς η γυναίκα του να τού έκλεισε τα ακουστικά να μην ξεκουφαίνεται και ησυχάσαμε όλοι μας.

Στα δεξιά μου ήρθαν και έκατσαν δυο εξηντάρες με πλατινέ μαλλί. Σε όλο το έργο δεν έβγαλαν τον σκασμό. Σχολίαζαν τα πάντα ακατάπαυστα. «Κι αυτό το τραγούδι δικό της!», «Κι αυτό το τραγούδι δικό της!» φρόντιζαν να μας ενημερώνουν επαναλαμβάνοντάς το εκατό φορές. «Ναι ρε μαλακισμένες, τη βιογραφία μίας στιχουργού ήρθατε να δείτε, τι θα έπαιζαν, τραγούδια άλλων;» Η φίλη μου δεν άντεξε, τους έριξε ένα «Shhh!» να σκάσουν, αλλά δεν πτοήθηκαν, αντιθέτως θίχτηκαν που τολμήσαμε να δυσανασχετήσουμε. Εξηγούσε το έργο η μία της άλλης, ενώ το τελευταίο που άκουσα να σχολιάζουν ήταν ένα: «αυτή έχει κόρη στο νοσοκομείο και να δεις που θα φύγει να πάει να παίξει χαρτιά!» Εκφράζουν και άποψη για το ποιόν της, που να τις έβρει ο κακός ο ψόφος.

Και κλασσικά, είχαμε κόσμο που κοίταζε την οθόνη του κινητού του. Η φωτεινότητα του κινητού με ενοχλεί περισσότερο κι από τους ψίθυρους. Και να κοιτάξεις την οθόνη μια φορά, πάει στο διαόλο. Αλλά να έχεις τη γριά με το παλιό το Νόκια, εκείνο που είχα στον στρατό, με το φιδάκι, εν έτει 1999, η οποία γριά βγάζει γυαλιά μυωπίας από τη τσάντα για να διαβάσει τι της έγραψαν, ενώ ταυτόχρονα μέσα απ’ τα γυαλιά ρίχνει κλεφτές ματιές στο έργο, και παράλληλα προσπαθεί να βρει το κομβίον του reply back, είναι μία δοκιμασία νεύρων που κρατά πάνω από δεκαπέντε λεπτά. Πόσο ήθελα να της το αρπάξω από το χέρι, να απαντήσω εγώ στο μήνυμα και ύστερα να της το σπάσω στο κεφάλι, δεν περιγράφεται.

Η ταινία; Α, ναι μωρέ, μέσα σ’ όλα αυτά, καταφέραμε και είδαμε και την ταινία. Ωραιότατη, αν και μου την είχαν θεοποιήσει πριν πάω. Δεν απογοητεύτηκα, αλλά δεν είδα και κάτι για όσκαρ. Ήταν μία πολύ ευχάριστη ταινία, με τις συγκινήσεις της, με τα κλισέ της, ό, τι πρέπει για ελληνική προσπάθεια. Εγώ σε κάτι τέτοιες απόπειρες άλλα πράγματα απολαμβάνω: Την εποχή. Την Ελλάδα του πατέρα μου. Τα τραγούδια του. Τα πεντάλεπτα της Μπέλλου και της Βλαχοπούλου που έκλεψαν την παράσταση. Και φυσικά την ατάκα που ακόμα τη σκέφτομαι και γελώ, ήτοι: «έτοιμος κι ο πούστης με τις πατάτες!»

Για κάτι τέτοια άξιζε η ταινία. Για τη νοσταλγία μιας Ελλάδας που δεν ζήσαμε και την αγαπήσαμε μέσα από εξιστορίσεις. Κακή κουβέντα δεν έχω να πω. Αν δεν είχα τριγύρω μου κι άλλους να μου χαλούν την ατμόσφαιρα, μπορεί να έγραφα και καλύτερα. Αλλά έτσι γίνεται πάντα, δεν μπορεί να πλακώσει κάτι καλό και να μη στο βγάλουν όξινο.

Να καθιερωθούν ατομικές προβολές πάραυτα!

Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2020

Όχι Άλλο Τηλεοπτικό Δράμα

Η τηλεόραση, το μέσο που αγάπησα όσο τίποτα, το μέσο που με μεγάλωσε και με διαμόρφωσε, για μένα έχει πεθάνει. Έχω σταματήσει να παρακολουθώ γραμμική τηλεόραση εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Βλέπω μόνο τη Γιουροβίζιον μια φορά τον χρόνο, ενώ φέτος είδα και τα Eurogames. Κατά τα άλλα, την αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι και χθες, κατά τη διάρκεια του Master Chef, συνειδητοποίησα το γιατί.

Βαρέθηκα να βλέπω προγράμματα στα οποία πρέπει οι παίκτες να εφευρίσκουν ένα δράμα για να υπάρχουν. Όπως προ-είπα, έπεσε το μάτι μου στο Master Chef εχθές. Το παρακολουθεί η σύζυγος, και καμιά φορά το παρακολουθώ κι εγώ μαζί της. Δεν μπορεί η ανθρωπότις να στήσει ένα πρόγραμμα διαγωνισμού μαγειρικής και να μείνει σ’ αυτό. Στον διαγωνισμό μαγειρικής. Το πρόγραμμα πρέπει υποχρεωτικά να διαθέτει παίχτες με προσωπικές ιστορίες για να γεμίσει ο χρόνος ώσπου να ψηθεί το φαΐ στον φούρνο. Δεν γίνεται απλά να φάμε. Πρέπει να ακούσουμε και το δράμα του μετανάστη που ήρθε στην Ελλάδα από το Πακιστάν, για τη βίγκαν τη λεσβία, για τον Φιλιπινέζο που ψήνει μουσακά, για τον Κυπραίο που δεν ξέρει να μιλήσει, για τον τυφλό, τον κουτσό, τον όμορφο και τον άσχημο.

Ομοίως, στα καλλιστεία, που πλέον ονομάζονται GNTM, δεν αρκεί να έχεις απλά ένα ωραίο κώλο και ένα ωραίο βυζί. Πρέπει να έχεις και μια ιστορία να διηγηθείς για να βγει το πρόγραμμα. Στα υπέροχα ΄90ς έβγαιναν στην πασαρέλα, τις έβλεπες όλες αμφάς και προφίλ, μπρος και πίσω και γεια σας. Τώρα πρέπει επί ένα τρίμηνο να κρίνουμε χαρακτήρες και προσωπικότητες, να ασχοληθούμε με τη χοντρή, με την ανορεξική, με τη μαύρη, με την άσπρη, με την υιοθετημένη, με τη ψυχοπαθή. Δεν γίνεται να ασχοληθούμε με την ομορφιά αυτή καθ’ αυτή και να τελειώνουμε μέσα σε μια νύχτα.

Έχει χαθεί το νόημα από τα πάντα. Το παν είναι να υπάρχει μια δραματική ιστορία να ειπωθεί. Έχω φίλο που είχε δηλώσει συμμετοχή στο Survivor και όταν πέρασε από την καθιερωμένη συνέντευξη τον ρώτησαν αν είχε κάποια προσωπική ιστορία να βγάλει προς τα έξω κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Αυτό τους ενδιέφερε. Εκείνος τους είπε «όχι», και είδε το Survivor από τον καναπέ του. Ναι, δεν αρκεί να πας στον Αγ. Δομίνικο να ρίξεις τους κώνους και να φτιάξεις το «πάζελ». Πρέπει να έχεις και ένα νεογέννητο πίσω σου, για το οποίο να κλαις και να οδύρεσαι κάθε φορά που κερδίζεις το έπαθλο επικοινωνίας και το αντικρύζεις μέσω σκάιπ, να διαθέτεις μία γυναίκα με τρία μάτια, μία μάνα με ένα αφτί που θα μεταμοσχεύσει και δεύτερο αν εσύ κερδίσεις το έπαθλο. Να έχεις κάποιο δράμα!

Βαρέθηκα! Ακόμα και στη Γιουροβίζιον, που είναι δυσκολότερο να καταστεί ριάλιτι εν μία νυκτί, έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα. Δεν είναι πια διαγωνισμός τραγουδιού. Είναι διαγωνισμός κοινωνικού μηνύματος. Να φανεί η τρανσέξουαλ, να φανεί η χοντρή, να φανεί ο κακομοίρης που του έκαναν μπούλινγκ. Δεν γίνεται να επικεντρωθούμε απλά στη μουσική όπως γινόταν υποτυπωδώς μέχρι το 2000. Χρειάζεται περαιτέρω ζουμί. Ήδη έμαθα ότι η κυπριακή συμμετοχή φέτος θα έχει «ένα πανανθρώπινο μήνυμα» και μετά βίας συγκράτησα τον εμετό μου. Δεν μπορούμε να στείλουμε ένα ωραίο τραγούδι. Πρέπει να έχει «μήνυμα». Δεν θα κοιμηθούμε το βράδυ αν δεν το ακούσουμε.

Γι’ αυτό και τα φετινά eurogames πέρασαν και δεν ακούμπησαν σχεδόν κανέναν. Πώς να προσελκύσουν τηλεθέαση όταν οι πρωταγωνιστές είναι η Θεσσαλονίκη, η Κρήτη, το Μόναχο, η Αγία Πετρούπολη, η Χάκα και το Τσιρτσέο; Βγάζοντας τα σκάνδαλα των Δημάρχων τους στη φόρα; Εκεί υπήρχε απλά ευγενής άμιλα. Ποιον αφορά η άμιλα; Ποιον; Κανέναν. Μόνο εγώ και ο γιος μου ενθουσιαστήκαμε («μπαμπά, βάλε μου να δω την Ελλάδα που ντύθηκαν ποντικάκια!»).


Βαρέθηκα το δράμα σας, λες και δεν μου αρκεί το δικό μου. Μπορεί να μην το χωνεύω, αλλά πραγματικά χαίρομαι τα μάλα που πλέον με τις διαδικτυακές πλατφόρμες να αντικαθιστούν πλήρως την τηλεόραση όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, θα αποτοξινωθώ από όλες αυτές τις μαλακίες!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 24, 2020

Πέντε Χρόνια Γάμου


Πέντε χρόνια γάμου κλείνω σήμερα με την αγαπημένη μου Μπρέντα.

Πέντε χρόνια δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι και λίγα.

Τουλάχιστον ξεπεράσαμε άλλους γνωστούς μας που δεν άντεξαν ούτε δυο χρόνια μαζί. Γλιτώσαμε αυτό το ρεζιλίκι!

Το καλό είναι ότι αυτά τα πέντε χρόνια δεν ήταν βαρετά. Είχαν τα σκαμπανεβάσματά τους φυσικά, αλλά δεν ήταν βαρετά. Είτε ήμασταν στα καλά μας, είτε στα κακά μας, δεν ένιωσα στιγμή να (τη) βαριέμαι.

Εμένα ανέκαθεν η προτεραιότητά μου ήταν το πρόβλημα που προκύπτει σε ένα γάμο, να λύνεται. Αν τα δυο μέρη έχουν διάθεση να λύσουν το πρόβλημα, ας έρθουν όσα προβλήματα θέλουν. Το πραγματικό, το επικίνδυνο, το απειλητικό το πρόβλημα προκύπτει όταν υπάρχει πρόβλημα, αλλά το αντιλαμβάνεται μόνο ο ένας. Όταν ο άλλος κωφεύει ή αδιαφορεί. Έτι περισσότερον όταν υποτιμά το πρόβλημα που βλέπει ο άλλος και τον θεωρεί υπερβολικό. Δεν νοείται, κατά τη γνώμη μου, να φωνάζει ο ένας ότι «βλέπει το παγόβουνο να ‘ρχεται» και ο άλλος να σφυρίζει αδιάφορα, ή να λέει «έλα μωρέ τώρα, σιγά το παγόβουνο, θα το προσπεράσουμε. Και πάνω του να τρακάρουμε, πόση ζημιά να κάνει πια;» Θα κάνει. Και πολλή μάλιστα!

Πιστεύω ότι σ’ αυτή τη πτυχή της σχέσης μας σημειώσαμε κάποια πρόοδο.

Ένα εξίσου σημαντικό κομμάτι της σχέσης είναι να εξοικειωθείς με τα κουσούρια του άλλου. Δεν μπορείς να τον/την αλλάξεις. Αν θέλει να αλλάξει από μόνη της, καλώς. Αλλά με παραινέσεις, εκβιασμούς και τελεσίγραφα δεν γάμησε επιβίωσε κανένας. Μπορώ να πω ότι πλέον χώνεψα ότι κάποια πράγματα έτσι ήταν, έτσι θα ‘ναι, και έτσι θα παραμείνουν. Τα έχω αποδεχτεί. Και δεν φαντάζεσαι τι ψυχολογική δουλειά χρειάζεται για να αποδεχτείς τα ελαττώματα του άλλου. Δεν περιμένω τίποτα, ούτε προσδοκώ τίποτα, ό, τι δεν αλλάζει το αλλάζω μόνος μου, με τους ρυθμούς που εγώ πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξει ή να γίνει, και όλα καλά.

Ήμουν κατά του γάμου νεότερος. Όσο μεγαλώνω πιστεύω ότι ο γάμος είναι απαραίτητος. Όχι μόνο για σκοπούς συντροφικότητας και παρέας. Μπορεί να είσαι πολύ δυνατός χαρακτήρας μέχρι τα βαθιά γεράματά σου και να θεωρείς περιττό άλλο ένα σώμα μέσα στο κρεβάτι σου. Είναι όμως ο γάμος απαραίτητος επειδή όσο μεγαλώνεις η ζωή γίνεται αφόρητη. Και χρειάζεσαι κάποια να μοιράζεσαι τις δυσκολίες. Τις απογοητεύσεις. Τα οικονομικά. Τις δουλειές που πρέπει να γίνουν. Και γιατί δεν παίρνεις μια Φιλιπινέζα, θα μου πεις; Ε, και η Φιλιπινέζα γυναίκα είναι. Πιστεύω ότι ακόμη και την οικιακή βοηθό που σου καθαρίζει τακτικά, δεν αργείς να τη δεις με άλλο μάτι από ευγνωμοσύνη για τη φροντίδα της, έστω κι αν αυτή γίνεται επί χρήμασι. Γιατί νομίζετε ότι πάνε και παντρεύονται τις φροντίστριές τους οι ηλικιωμένοι; Από βίτσιο; Επειδή ακριβώς εκτιμούν τη συμβολή τους στην αποσυμφόρηση της καθημερινότητάς τους. Αυτή η φροντίδα γεννά άλλου είδους αισθήματα.

Τέλος πάντων, από αλλού ξεκίνησα, αλλού κατέληξα.

Την αγαπώ τη Μπρέντα μου. Μου χάρισε εκτός των άλλων και τον γιο μου. Ό, τι καλύτερο μου συνέβη, δηλαδή, στη ζωή μου. Δεν θα μπορούσα να μην την αγαπώ ακόμα κι αν δεν ήμασταν σήμερα μαζί.

Να είμαστε καλά, ως τα επόμενα πέντε, και μέχρι τότε εύχομαι να έχουμε άλλο ένα γλυκό βασανάκι ή και θαύμα της φύσης, στο κεφάλι μας. Ό, τι μας έρθει!

Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020

Αυτομώλ!

Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς!

Ανέκδοτες ιστορίες από το μωλ, μόνο για εσάς, τους χρόνιους, φανατικούς και πρόστυχους αναγνώστες!

Είναι μεγάλη αυτή η ανάρτηση, πάρτε ανάσα και πάμε!

Την πρώτη μέρα που έπιασα δουλειά εκεί, ήρθε μια κοπέλα και με ρώτησε πόσα κόστιζε ένα συγκεκριμένο προϊόν. Της απάντησα χαμογελαστά ότι έκανε είκοσι ευρώ. Μετά από ένα τέταρτο ήρθε και με ξαναρώτησε το ίδιο πράγμα.

«Για δες, τη γλυκιά μου, δεν θυμάται ότι με ξαναρώτησε το ίδιο πράγμα προ ολίγου» σκέφτηκα.

Τελικά, ήρθε και με ρώτησε και τρίτη και τέταρτη φορά. Το ανέφερα σε συνάδελφο. «Α, αυτή; Είναι η γνωστή τρελή του μωλ», μου απάντησε. «Από το πρωί ήρθε πάνω από εκατό φορές και ρωτά συνέχεια το ίδιο πράγμα! Μη της δίνεις σημασία, γυρνά όλα τα μαγαζιά και θέλει κουβέντα. Κλινική περίπτωση».

Την κακομοίρα… εγώ πάλι σκέφτηκα ότι ρωτάει το ίδιο πράγμα συνέχεια με την ελπίδα ότι απ’ το πολύ το πρήξιμο θα τη λυπηθούμε και θα της κάνουμε έκπτωση! Αμ, δε…


Προχθές, ήρθε ένας κύριος και αγόρασε πολλές σοκολάτες. Τις εναπόθεσε στον πάγκο του ταμείου και με ρώτησε:
«Αυτές τρώγονται;»
«Οι σοκολάτες;»
«Αυτά… Τρώγονται;»
«Γιατί να μην τρώγονται;»
«Σας ρωτάω, τρώγονται;»
«Για φαγώσιμες τις έχουμε!»
«Ευχαριστώ!»
Δεν τόλμησα να συνεχίσω τη συζήτηση. Αργότερα κάποιοι μου είπαν ότι εμμέσως με ρωτούσε αν ήταν εύγευστες. Δεν ξέρω, φίλε μου, τι εννοούσε εμμέσως, αμέσως, εντός, εκτός κι επί τα αυτά. Να μάθετε να συνεννοείστε στα απλά Ελληνικά!


Μια άλλη μέρα ήρθε ένας νεαρός περί τα 19-20 έτη, με μια μπλούζα ανά χείρας, και μου είπε: «Μου έφεραν αυτή τη φανέλα για δώρο από το κατάστημά σας, αλλά δεν τη θέλω. Μπορώ να σας την πουλήσω πίσω;»
«Εννοείτε να την αλλάξετε και να πάρετε άλλη;»
«Όχι, να σας την πουλήσω και να μου δώσετε λεφτά!»
Τον παρέπεμψα σε πιο έμπειρο συνάδελφο. Δεν μπορώ να διαχειρίζομαι εγώ όλα τα καμένα πρεζάκια της χώρας.


Είδα όλων των λογιών ανθρώπους. Ευγενέστατους νεαρούς που σου απευθύνονται με το σεις και με το σας και πραγματικά χαίρεσαι να τους συναναστρέφεσαι. Καμιά φορά θέλω να ρωτήσω ποιοι γονείς ανέθρεψαν τους συγκεκριμένους εξαιρετικούς νέους, αλλά συγκρατιέμαι για να μην με παρεξηγήσουν. Γιατί ξέρετε, η συντριπτική πλειοψηφία των νέων μας συνεννοείται με μουγκρίσματα. Όταν πια συναντώ νεαρούς που ξέρουν να μιλήσουν σαν άνθρωποι και μάλιστα σε πληθυντικό ευγενείας, εντυπωσιάζομαι.

Επίσης, συναντώ χουβαρντάδες που αρνούνται να πάρουν τα ρέστα τους (ακόμα και δίευρα!) και μας τα χαρίζουν. Συναντώ κόσμο που θέλει να πληρώσει τα μισά με βίζα και τα άλλα μισά σε μετρητά και μου σπάζει τα νεύρα που πρέπει να ακολουθήσω πιο πολύπλοκη διαδικασία. Εξυπηρέτησα οικολογικά αναίσθητους που ζητούν δυο και τρεις πλαστικές σακούλες για να τις έχουν εύκαιρες, γιαγιάδες που έρχονται με το κινητό και μου δείχνουν την οθόνη με ένα ράντομ προϊόν και μου λένε «η εγγονή μου θέλει αυτό» και άντε να κόψεις το λαιμό σου να καταλάβεις τι θέλει ν’ αγοράσει. Έρχονται και με ρωτάνε πού είναι η τουαλέτα, αν το διπλανό κατάστημα έχει εκπτώσεις (πού να ξέρω, μάνα μου, πήγαινε και ρώτα, δίπλα είσαι!) έρχονται και με ρωτάνε «από πού βγαίνουμε από ‘δω μέσα», και… «πού είναι οι κυλιόμενες σκάλες!» Μα, καλά. Πρώτη φορά έρχονται στο μωλ; Από ποια σπηλιά τους έφεραν;

Περιττό να πω ότι ένα 70% των πελατών μού απευθύνεται στην αγγλική γλώσσα. Εξάσκησα τα αγγλικά μου όσο τίποτα τις τελευταίες δυο βδομάδες, έτοιμος είμαι να ξαναμπώ πανεπιστήμιο. Εν τω μεταξύ, τους ακούω μετά να μιλούν μεταξύ τους στα Ελληνικά, τους απαντώ κι εγώ πίσω στη μητρική μας, αλλά αυτοί αγρόν ηγόρασαν! Συνεχίζουν απτόητοι με τα εγγλέζικα. Τη γλώσσα-φετίχ! Ούτε βαλτοί να ήταν – τα νεύρα μου χορδές! Πραγματικά δεν ξέρω τι ζόρι τραβούν με τα εγγλέζικα, για μένα είναι όλοι τους αξιοθρήνητοι. Έρχονται, φερ’ ειπείν και με ρωτούν με ύφος δέκα λόρδων, αν διαθέτουμε… «candy».

«Γλυκά εννοείτε;»

«Ναι, candy!» μου ξαναλένε.

Ποια Κάντι-Κάντι, ρε παπάρες, που… να μην σας μείνει δόντι όρθιο!

Ή κάποιοι μου λένε «μπορείτε να μου δώσετε τα ρέστα σε coins? Τη λέξη «κέρματα» ή τέλος πάντων «σελίνια» δεν τη γυρίζει η γλώσσα τους! Ακούς εκεί, coins! Εξαμβλώματα των αποικιοκρατών, να πεθάνετε!


Και εννοείται ότι θα μπει στο μαγαζί πελάτης ακριβώς πάνω στην ώρα που έκλεισες το ταμείο και μετράς τα λεφτά και θα σε ρωτήσει τη μεγαλύτερη μαλακία του κόσμου για να χάσεις τον λογαριασμό και να αρχίσεις να ξαναμετράς από το μηδέν γιατί δεν θυμάσαι που έμεινες!


Δεν το έχω με τις πωλήσεις. Δεν μπορώ δηλαδή να σου πουλήσω πράγματα αν εγώ δεν τα θεωρώ αξιόλογα. Θεωρώ ανήκουστο, το ότι ο κόσμος αγοράζει με τόσο πάθος τα γλυκά του σινεμά, και όταν με ρωτούν πληροφορίες, μετά δυσκολίας συγκρατιέμαι να μην τους κοιτάξω με ύφος «πόσο ηλίθιοι είστε που πετάτε τα λεφτά σας σε ζάχαρες!» Από την άλλη, τον μερακλή πελάτη που σκοπεύει να ξοδέψει μία περιουσία σε συλλεκτικά παιχνίδια τον αγαπώ και τον παραδέχομαι. Τον ζηλεύω και λίγο.

Τέλος πάντων, άκου μια ιστορία που δεν χορταίνω να διηγούμαι.

Τις προάλλες μας φέρανε μία συλλεκτική, γιγάντια σοκολάτα, μεγέθους όσο και το μισό εμβαδόν του γραφείου μου. Μην ρωτάτε τώρα πόσο εμβαδόν είχε. Δεν καταλαβαίνω εγώ από τετραγωνικά μέτρα. Για να καταλάβετε όμως το στιλ της, ήταν κορνιζαρισμένη σαν πίνακας και τυλιγμένη σε χαρτί πολυτελείας. Έρχεται μια κοπέλα και με ρωτάει:

«Πόσα έχει αυτή η σοκολάτα;»

Δεν είχε τιμή επάνω, οπότε πήγα και την ξεκρέμασα, την κουβάλησα μέχρι το ταμείο με προσοχή μην σπάσει, σαν να είχα ξεκρεμάσει τη Μόνα Λίζα απ’ τον τοίχο του Λούβρου, τόσο ευλαβικά δηλαδή, και τη σκάναρα για να δω την τιμολόγηση στον υπολογιστή.

«Κάνει πενήντα ευρώ!» της λέω.

«Μα, πενήντα ευρώ για μια σοκολάτα;» είπε εκείνη έκπληκτη.

«Ε, όχι και ‘μία’ σοκολάτα, κυρά μου! Ολόκληρο οικόπεδο! Χτίζεις σπίτι μέσα! Ταΐζεις όλη την Αφρική! ‘Μία σοκολάτα είναι η κιτ-κατ, η μπάουντι, η τουίξ! (άρπαζα τις άλλες σοκολάτες και της έδειχνα μία-μία). Με αυτήν τρως εσύ μια ζωή, και περισσεύει και για τα εγγόνια σου!»

Δεν απάντησε, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Μετά η συνάδελφος μου είπε να μην αρπάζω τους πελάτες απ’ τα μούτρα. Ε, μα κι αυτή που πάει με το «μία σοκολάτα, πενήντα ευρώ;» Και λίγα δίνεις μαντάμ! Αϊ στο διάλο από ‘κει χάμου!


Το να εργάζεσαι στο μωλ είναι σαν να συμμετέχεις στο Big Brother. Χάνεις αίσθηση του χώρου και χρόνου. Επειδή εκεί μέσα δεν υπάρχουν παράθυρα προς τον έξω κόσμο στα περισσότερα καταστήματα, και υπάρχει συνεχώς τεχνητός φωτισμός, ο ίδιος από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, συχνά χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Είτε είναι 7 το πρωί, είτε 7 το βράδυ ένα και το αυτό. Τα ίδια φώτα, η ίδια επαναλαμβανόμενη μουσική. Σαν να είσαι σε τηλεοπτικό πλατώ. Το γεγονός ότι παντού υπάρχουν κάμερες που καταγράφουν τη συμπεριφορά υπαλλήλων και καταναλωτών συμβάλλουν ώστε να αισθάνεσαι ότι συνέχεια υποδύεσαι ένα ρόλο σε κάποιο στούντιο. Τις μέρες που δουλεύω εκεί οκτάωρο, τις μέρες δηλαδή που πιάνω δουλειά μέρα και φεύγω νύχτα, συχνά εκπλήσσομαι από την κατάσταση του έξω κόσμου. Τις προάλλες πάρκαρα με λιακάδα και όταν έφυγα γινόταν χαλασμός Κυρίου. Μέσα στο μωλ χαμπάρι δεν πήρα. Εντελώς αυτοματοποιημένη ατμόσφαιρα.


Εννοείται ότι…

…Κανείς δεν θέλει κάρτα αλλαγής αλλά όλοι θα σου πουν «θέλω» αν τους ρωτήσεις. Καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που το πρωτόκολλο απαιτεί να τους ρωτήσεις. «Θέλετε κάρτα αλλαγής;», «Ερμ…, ναι…, δηλαδή, γιατί όχι;», «ευχαρίστως να σας τυπώσω μία!» (με ύφος πάρτε την και βάλτε την στον κώλο σας).

… Κανείς δεν θα σε ρωτήσει πόσα πάει το τάδε προϊόν που είναι ξεχασμένο σε μια βιτρίνα εδώ και βδομάδες, αλλά μόλις χάσεις το κλειδί της βιτρίνας θα μπουν στο κατάστημα τρεις πελάτες ο ένας πίσω του άλλου και θα θέλουν να δουν και να δοκιμάσουν το συγκεκριμένο προϊόν! Ο νόμος του Μέρφι σε πλήρη εφαρμογή!

…Δεν μπαίνει κανένας στο κατάστημα για πολλή ώρα, αλλά θα μπουν 100 άτομα μαζεμένα πέντε λεπτά πριν κλείσεις το ταμείο. Σε βλέπουν να μετράς χαρτονομίσματα αλλά δεν πτοούνται, έρχονται και σε ρωτούν το πιο αχρείαστο πράγμα, με κορυφαίο το «κλείνετε;» (όχι, βρε μαλάκα, τώρα ανοίγουμε, δεν με βλέπεις μετρώ χρήματα, άντε φύγε από ‘δω και χάνω τον λογαριασμό, φτουυυ!)

Τις προάλλες αφότου έκλεισα και το ταμείο, έσβησα τα φώτα και ετοιμαζόμουν να φύγω, μου λέει μια μαμά με το κοριτσάκι της: «κλείσατε;», «ναι», της λέω «θέλει να αγοράσει κάτι το μικρό!» (Καλά ηλίθια είναι; Δεν βλέπει ότι κατεβάσαμε και τα ρολά, κλείσαμε και τα φώτα;!) «Από αύριο πάλι» της λέω. Στραβομουτσουνιάζει και μου κάνει χειρονομία τύπου «ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι αύριο!» Θεέ μου, 16 ώρες ήμασταν ανοιχτοί. Ας ερχόσασταν νωρίτερα! Εδώ είναι μωλ! Είναι ο καπιταλισμός αυτοπροσώπως. Δεν είναι ο γείτονας, ο μπακάλης της γειτονιάς σας, να ξανανοίξει το μπακάλικο επειδή σας σώθηκε η ζάχαρη!


Τις προάλλες ήρθαν στο κατάστημα κάτι παλιόπαιδα απλά και μόνο για να σπάσουν πλάκα και τα νεύρα μας. Δεν μας φτάνει ο πόνος μας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την αληταρία της Κύπρου. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω» ρώτησε μια συνάδελφος. «Θέλουμε πίσω τα λεφτά που μας χρωστάτε!» της είπε ο αρχηγός της συμμορίας. Εκείνη κατάλαβε πως επρόκειτο για φάρσα και τους είπε «έχετε πέντε δευτερόλεπτα καιρό να εξαφανιστείτε». Απτόητοι εκείνοι επανέλαβαν ότι ήθελαν πίσω τα λεφτά τους σαν να μη συνέβη τίποτε. Το αναφέραμε στην ασφάλεια, η οποία όπως όλα τα πράγματα στην Κύπρο, αγρόν ηγόρασεν, ώσπου να κινητοποιηθεί, ώσπου να αντιδράσει, τα μαλακισμένα είχαν πάει σπίτι τους.

Βέβαια, δεν είναι μόνο τα παιδαρέλια το πρόβλημα. Μόλις χθες μου είπαν μία ιστορία για μια πελάτισσα που άρχισε να βιντεοσκοπεί μία συνάδελφο με το κινητό της επειδή εκείνη της είπε πολύ ευγενικά να μην αγγίζει τα προϊόντα στη βιτρίνα γιατί αν τα έσπαζε θα έπρεπε να τα πληρώσει. Εκείνη προσβλήθηκε και έβγαλε το κινητό και άρχισε να βιντεοσκοπεί τη συνάδελφο χωρίς την άδειά της «έτσι για να δεις αν θα έχεις δουλειά και αύριο!» Εγώ δεν δούλευα εκείνη τη μέρα, είχα ρεπό. Μου εξιστόρησαν αργότερα το συμβάν. Αχ, και γιατί να μην ήμουν παρών, να την περιλάμβανα την καριόλα! «Δεν σας πουλάμε μαντάμ, κι άντε γεια! Και το βίντεο ανεβάστε το σε όλες τις πλατφόρμες, είχαμε μια σκασίλα! Παρ’ τα αρχίδια μου!»


Στέκομαι στην είσοδο και παρατηρώ τους διερχόμενους. Με πλησιάζει ένας κύριος και μου λέει:

«Μπορούμε να περάσουμε;»

«Που;»

«Μέσα στο μαγαζί σας!»

Εν τω μεταξύ το μαγαζί είναι ήδη ανοιχτό από ώρα, μπαινοβγαίνει κόσμος και ντουνιάς! Δεν καταλαβαίνω τι προξένησε την απορία.

[Όχι, να μην περάσετε! Να κάτσετε εκεί να κοιτάτε! Κοτζάμ μαγαζί ορθάνοιχτο. Όχι, για να το βλέπετε εκ του μακρόθεν το στήσαμε! Να φωτογραφίζεστε μπροστά του, ωσάν να πρόκειται για αρχαίο μνημείο! Θεέ μου, τι ακούν τα αφτιά μου και ακόμα δεν συμπλήρωσα μισάωρο όρθιος! Δώσμου Θέ μου δύναμη να αντέξω!]

«Βεβαίως, παρακαλώ, περάστε!»

Καταπίνω τη what-the-fuck διάθεσή μου. Χαμογελώ. Τι συγκινητική ευγένεια! Είμαι πάνω απ’ όλα επαγγελματίας.


Ήρθε προχτές μια κυρία που μιλούσε σπαστά ελληνικά και μου χύμηξε, επειδή άκουσον-άκουσον, πούλησα στον ανήλικο γιο της ένα επιτραπέζιο που είχε ένδειξη (18+) στο πίσω μέρος του κουτιού. «Ντεν βλέπετε τι ερωτήσεις έκει μέσα το παιγνίδι;» με ρώτησε με βλέμμα βλοσυρό σαν να ήταν έτοιμη να με ξεντερίσει. Ρίχνω μια ματιά στις ερωτήσεις του παιχνίδιου. Μια εξ αυτών έλεγε «τι σ’ αρέσει να σκέφτεσαι την ώρα του σεξ;»

[Και που θες να ξέρω κυρά μου ότι ο γιος σου αγόρασε το παιχνίδι για προσωπική του χρήση; Μπορεί να το ήθελε για να το κάνει δώρο σε κάποιον ενήλικο. Και εν πάση περιπτώσει, είμαι εγώ υποχρεωμένος να ξέρω ανά πάσα στιγμή σε ποιο κοινό απευθύνεται το κάθε επιτραπέζιο; Δεν μας χέζετε, πάνε όλοι και γαμιούνται πλέον απ’ τα δώδεκα και ξαφνικά θυμήθηκες ότι εγώ θα διαφθείρω τον γιο σου με ένα επιτραπέζιο. Που έτσι που τον βλέπω κιόλας… για μισό λεπτό, πόσων χρονών είσαι χρυσέ μου; Δεκετέσσερα; Κι ακόμα να γαμήσεις; Ε, καλό μαλακηστήρι είσαι και του λόγου σου! Να, πάρε εδώ ένα άλλο επιτραπέζιο, έχουμε ωραιότατες ερωτήσεις για φλώρους, παρθένους!]

«Απολογούμαι καλή μου κυρία, ευχαρίστως να το αλλάξετε και να πάρετε κάτι άλλο. Ορίστε και μια σοκολατίτσα δώρο του καταστήματος για τη ψυχική οδύνη που σας προκαλέσαμε!»

Είπαμε, πάνω απ’ όλα, επαγγελματίας!

«Εφκαριστώ!» λέει η αλλοδαπή με τα σπαστά ελληνικά αλλά δεν δείχνει ικανοποιημένη, ούτε να έχει αποζημιωθεί αρκετά. Αρπάζει τη σακούλα απ’ το ταμείο με φόρα κα φεύγει.

«Παρακαλώ» της απαντώ με ύφος που ερμηνεύεται και ως «στον λαιμό να σας κάτσει!»


Μου είχαν πει από την πρώτη μέρα ότι πρέπει να επιδεικνύω ιδιαίτερη προσοχή στις παρέες παιδιών, ειδικά στις ηλικίες 10-13, επειδή έχουν τάση να κλέβουν. Μπαίνουν σαν μπούγιο στο μαγαζί, περικυκλώνουν ένα προϊόν το οποίο δήθεν θαυμάζουν κάμποση ώρα, ενόσω ένας απ’ την παρέα φροντίζει να κλέβει ό, τι μπορεί υπό τις περιστάσεις. Δεν περίμενα ότι θα το βίωνα, κι όμως! Τις προάλλες, μέσα στον πανικό του κόσμου έπιασε η συνάδελφος έναν μικρό να προσπαθεί να χώσει μέσα στο μανίκι του ένα προϊόν.

«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε.

«Ήθελα να δω αν χωράει μέσα στο μανίκι μου» της απάντησε αμήχανα.

«Δεν χωράει» του λέει, «βάλτο πίσω τώρα».

Ο μικρός το έβαλε αμέσως στη θέση του και έφυγε ντροπιασμένος.

Τι κόσμος!


Είναι ένα γερό μάθημα ο μήνας στο μωλ.

Μαθαίνω πολλά πράγματα.

Πρώτον συνειδητοποίησα ότι δεν έχω πλέον αντοχές. Οι συνάδελφοί μου είναι φοιτητές, 20αρηδες οι οποίοι αντέχουν να στέκονται και τρεις και τέσσερεις ώρες χωρίς σταματημό. Εγώ στο μισάωρο ψάχνω έναν καναπέ να σωριαστώ. Ένας Θεός ξέρει πώς αντέχω και βγάζω οκτάωρα τα σαββατοκύριακα (ναι δούλεψα όλα τα σαββατοκύριακα και τις καθημερινές, ακόμα και τη μέρα των γενεθλίων μου. Οι μόνες αργίες που έκανα όλο τον περασμένο Δεκέμβριο ήταν οι δυο μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Πήγαινα σπίτι ερείπιο. Ξέρετε, δεν συνειδητοποιούμε την ηλικία μας. Άλλη ηλικία έχει ο νους μας, άλλη το κορμί μας.

Δεύτερον, παρατηρώ ότι τυγχάνω ευνοϊκής μεταχείρισης από τους διευθυντές λόγω ηλικίας, πτυχίου και μπαγκράουντ και αυτό, αν και το εκτιμώ, με φέρνει σε αμηχανία. Οι διευθυντές δεν δίσταζαν να κατσαδιάζουν τους 20ρηδες φοιτητές, ενώ σε εμένα όταν κάνω καμιά στραβή αρκούνται σε μία ευγενική παρατήρηση. Αυτό έχει να κάνει με την ηλικία και το πρωινό μου επάγγελμα βεβαίως, αλλά εγώ αισθάνομαι άσχημα έναντι των νεαρότερων υπαλλήλων.

Τρίτον, συνειδητοποίησα τι πάει να πει πληρώνομαι μεροκάματο και εκτίμησα τη δυσκολία με την οποία βγαίνει, και επίσης την ευκολία με την οποία φεύγει. Πολλές φορές ξόδεψα το μεροκάματο ολόκληρης μέρας με μια απλή επίσκεψη στον φούρνο πριν καν προλάβω να γυρίσω σπίτι. Θεέ μου, λέω τη λέξη «μεροκάματο!» Ποιος είμαι, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στην κόρη μου τη σοσιαλίστρια;

Τέταρτον, γνώρισα κόσμο που με ρώτησε «πώς ήταν να σπουδάζεις;» και «πώς είναι να έχεις ζήσει στο εξωτερικό». Γνώρισα κόσμο που με ρώτησε «κάνα ναρκωτικάκι κάνεις; Ξέρεις πού θα βρούμε;» Καταλαβαίνετε πόσο καλά με ψυχολόγησαν. Το αποκορύφωμα, εκεί που πατήθηκε ο δικός μου κάλος, ήταν όταν παρακάλεσα κάποιους εξ αυτών να στείλουν ένα μέηλ στην εταιρεία, και το συνέταξαν στα greeklish επειδή δεν ήξεραν να γράφουν με ελληνικό πληκτρολόγιο!

Όταν τους ρωτώ πώς γίνεται να μην ξέρουν να γράψουν στα Ελληνικά, με κοίταζαν σαν να τους ρώτησα πώς γίνεται να μην ξέρουν πυρηνικές εξισώσεις. Πραγματικά, είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στη χώρα! Πλήρης αναλφαβητισμός!

Ένα είναι το τελικό συμπέρασμα:

Για το παζάρι δεν κάνω! Το λέει και ο πεθερός μου.