Με την ανακαίνιση του σπιτιού μας δεν ασχολήθηκα
ιδιαίτερα.
Για τους πιο κάτω λόγους.
Από νωρίς αντιλήφθηκα ότι «το σπίτι των ονείρων μου» δεν
θα ζήσω να το δω. Ό, τι ιδέα είχα για εκείνο το σπίτι απορρίφθηκε λόγω κόστους
και λόγω δυσκολίας στην εκτέλεση. Όλα αυτά που έβλεπα στα περιοδικά και ήθελα
να τα υιοθετήσουμε, όλα εκείνα τα παράξενα και πρωτότυπα, θα παραμείνουν στα
περιοδικά. Δυστυχώς. Εκεί έπεσε το πρώτο μεγάλο ξενέρωμα.
Το δεύτερο ξενέρωμα έπεσε όταν είδα να διακυβεύεται η
ομαλή συμβίωση με τη σύζυγό μου εξ αιτίας των διαδικαστικών. Όταν αντιλήφθηκα
ότι πέραν των καβγάδων της ρουτίνας θα πρόσθετα στο κεφάλι μου καβγάδες που
αφορούσαν στο χρώμα του πατώματος της κουζίνας, στα χερούλια της πόρτας, στα
πόμολα των ερμαριών, στα σχήματα των φωτιστικών του κήπου, ε, κάπου εκεί είπα
φτάνει. Time out! Έθεσα μια-δυο κόκκινες
γραμμές σε μερικά ζητήματα που είχα έντονη άποψη (π.χ. στο ενυδρείο, στο χρώμα
του ταβανιού του υπνοδωματίου και στον διάκοσμο της εισόδου), και για τα
υπόλοιπα δεν νοιάστηκα σταλιά.
Το τρίτο ξενέρωμα ήρθε όταν αντιλήφθηκα ότι που και που
θα έπρεπε να έρχομαι σε επαφή με τα μαστόρια. Λίγο να με διαβάζεις, μπορείς να
φανταστείς τη χαρά μου όταν καλούμαι να συνεννοηθώ με τέτοιου είδους κόσμο. Εγώ
μπλοκάρω με τους μαστόρους. Δεν ξέρω πώς να τους αντιμετωπίσω. Το «ρε, μάστρε»,
δεν μου περνά. Εγώ μιλώ στον πληθυντικό και μου απαντούν με το «ρε, φίλε». Δεν
έχω πρόβλημα με το «ρε, φίλε» αλλά όταν βλέπω λάθη και το γυρίζω στο «ρε,
μαλάκα», θίγονται. Αυτή η χαλαρή οριοθέτηση των επαγγελματικών μας σχέσεων, που
δεν ξέρεις ακριβώς που αρχίζει και που τελειώνει εμένα με αποσυντονίζει.
Γι’ αυτό απείχα. Έπρεπε να με προφυλάξω από απανωτά
εγκεφαλικά, έχω κι ένα παιδί να μεγαλώσω. Γι’ αυτό και το βάρος έπεσε στους ώμους
της συζύγου, η οποία αποδείχτηκε άξια στην επίβλεψη του έργου σε συνεργασία
βέβαια με την αρχιτέκτονά μας και άλλους σχετικούς.
Ναι, τα μαστόρια με αποσυντονίζουν. Μου θυμίζουν στιγμές
απείρου κάλλους που έζησα στον στρατό. Που έλεγα το άλφα και γινόταν το βήτα.
Που τους έδειχνες έναν τρόπο και το έκαναν με τον δικό τους, εννοείται λάθος.
Στον στρατό βέβαια, χέστηκες. Θα έφευγες από εκεί μια μέρα. Στο σπίτι σου όμως,
περνάς από το έμφραγμα ξυστά.
Άκου, τώρα, ιστορίες:
Τοποθέτησαν το γραμματοκιβώτιο ανάποδα! Άνοιξαν τη σχισμή
για τα γράμματα από τη μέσα μεριά του φράκτη, και άφησαν τη μεγάλη τρύπα περισυλλογής
στην εξωτερική πλευρά του φράκτη. Τους το επισημάναμε. Χρειάστηκε να
ξαναχτίσουν τον τοίχο απ’ την αρχή. Η κοινή λογική δεν είναι τόσο κοινή.
Τοποθέτησαν βρύση του μπάνιου με τέτοιο τρόπο που όταν
αυτή άνοιγε, το νερό δεν έρρεε μέσα στο μπάνιο, αλλά στο χείλος της μπανιέρας
γύρω, γύρω. Κοινώς, έρρεε στο πάτωμα. Το επισημάναμε, έσπευσαν να αλλάξουν τη
βρύση και να φέρουν μία μακρύτερη. Η κοινή λογική, ότι δηλαδή θα έπρεπε να το
ελέγξουν από μόνοι τους πριν το ανακαλύψουμε εμείς, δεν είναι τόσο κοινή.
Τοποθέτησαν τη γκαρνταρόμπα δίπλα από τη σκάλα, βάσει
σχεδίου. Δεν μέτρησαν σωστά το μήκος της, και έτσι όταν η πόρτα της γκαρνταρόμπας
άνοιγε, χτυπούσε πάνω στο κεφαλόσκαλο. Πώς έκριναν ορθό να το διορθώσουν;
Έσπασαν και έτριψαν το κεφαλόσκαλο, αντί να αντικαταστήσουν την πόρτα! Το να
αφαιρέσουν την πόρτα του ερμαριού και να τοποθετήσουν μία σε μικρότερο μέγεθος
δεν τους πέρασε από το μυαλό. Αντ’ αυτού, την πλήρωσε το σκαλοπάτι. Εννοείται,
το αναφέραμε, διόρθωσαν το σκαλοπάτι φτιάχνοντας ένα καινούριο και φέρνοντας
νέα πόρτα για τη γκαρνταρόμπα. Χάσαμε πολύτιμο χρόνο.
Περιττό να πω ότι μία μέρα περάσαμε από την οικοδομή και
βρήκαμε τη μπανιέρα στο σαλόνι. «Θα την τοποθετήσουμε αύριο», μας είπαν.
Περάσαμε την επόμενη. «Πού είναι η μπανιέρα; Γιατί δεν τοποθετήθηκε;»
αναρωτηθήκαμε. «Τη σπάσαμε καθώς τη μεταφέραμε, θα σας αγοράσουμε άλλη!»
Σαΐνια.
Τα μαστόρια πάντα σε εκπλήσσουν. Πού και πού αναλαμβάνουν
και πρωτοβουλίες εσωτερικής διακόσμησης. Παραγγείλαμε γκρίζα ερμάρια για το
μπάνιο. Αντ’ αυτού τοποθετήθηκαν λευκά. «Γιατί;» ρωτήσαμε. «Ε, νομίζω αυτά σας
ταιριάζουν περισσότερο!» μας απάντησαν. Δεν το κάναμε θέμα, ήμασταν τόσο απηυδισμένοι
και μανικωμένοι να μπούμε σπίτι μας, που είπαμε, δεν πειράζει, ας είναι λευκά
τα ερμάρια!
Παρακάμπτω το γεγονός ότι όποτε πήγαινε κάτι λάθος έπρεπε
να διεξαχθεί έρευνα για να ανακαλύψουμε το ποιος φταίει. Ουδείς αναλάμβανε την
ευθύνη. Ο ηλεκτρολόγος έφταιγε τον υδραυλικό, ο υδραυλικός τον μπογιατζή, ο
μπογιατζής τον πυροσβέστη, ο πυροσβέστης τον ασβέστη και ούτω καθεξής. Από
αντεξέταση τους περνούσε η Μπρέντα κάθε φορά για να βγάλουμε άκρη. Δεν βγάζαμε
άκρη, απλώς το διόρθωναν και η μαλακία περνούσε στη λήθη με μια καινούρια.
Το προσωπικό αγαπημένο όμως, είναι το παρακάτω:
Μπαίνει η Μπρέντα μία μέρα στην οικοδομή, να κόψει
πρόοδο. Να πω εδώ, σαν παρένθεση, ότι όσες φορές κάναμε ντου στην οικοδομή να
δούμε τι γίνεται, μπήκαμε σαν τους κλέφτες και ουδείς μας ρώτησε ποιοι είμαστε,
αν έχουμε άδεια να βρισκόμαστε εκεί, αν είμαστε οι ιδιοκτήτες ή κάποιοι
περίεργοι απ’ τη γειτονιά. Μπάτε σκύλοι αλέστε. Τέλος πάντων. Μπαίνει η Μπρέντα
στη κουζίνα και βρίσκει τον μπογιατζή να βάφει με το κλιματιστικό ανοικτό (το
οποίο δεν ξέρουμε πώς κατάφερε και το άναψε χωρίς το τηλεχειριστήριο). Είχε
πολλή ζέστη, οπότε η Μπρέντα λυπήθηκε να του ορμήξει. «Άσε τον άνθρωπο να
αναπνεύσει», σκέφτηκε. Προχωρά στα άλλα δωμάτια και έκθαμβη ανακαλύπτει ότι ο
κύριος άναψε όλα τα κλιματιστικά του σπιτιού, προκειμένου να βάψει! Τα παράθυρα
και οι πόρτες ορθάνοιχτα, εν τω μεταξύ, και όλα τα κλιματιστικά σε φουλ χρήση! «Μα,
τι γίνεται εδώ;» τον ρώτησε. «Ε, να, ανάλογα το δωμάτιο που έβαφα άνοιγα και το
κλιματιστικό να μην ζεσταίνομαι!» Ναι, αλλά δεν έκρινες ότι τελειώνοντας όφειλες
να το κλείσεις, ενώ είχες και όλα τα παράθυρα και τις πόρτες ανοιχτές. Ποιος
μαλάκας θα πληρώσει το ρεύμα στο τέλος του μήνα; Ρητορικό το ερώτημα. Εμείς,
για να ανάψουμε κλιματιστικό πρέπει να φτάσουμε στα πρόθυρα λιποθυμίας και πάλι
το σκεφτόμαστε διπλά, λόγω του ηλεκτρικού που χρεωνόμαστε. Ο κύριος άναψε και
τα τρία, άνοιξε και όλα τα παράθυρα να μπαινοβγαίνει απτόητος, μας έστειλε και
τον λογαριασμό!
Δεν ξέρω πώς να προσεγγίσω εγώ αυτούς τους ανθρώπους. Με
μπλοκάρει η αναίδεια τους, με μπλοκάρει η λογική τους. Δεν μπορώ να τους βρίσω,
δεν μπορώ να τους μιλήσω όπως μιλώ συνήθως γιατί τα μισά θα καταλάβουν από όσα
θα τους πω, πραγματικά ΖΩ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ! Και
να δω μετά, τι δουλειά θα πα να κάνουν! Τα ρομπότ που θα έχουν περισσότερο νου,
περισσότερη ευγένεια, περισσότερη αποτελεσματικότητα.
Τέλος πάντων. Μπήκα σπίτι μου εδώ και τέσσερεις μέρες.
Βρήκα την υγειά μου, γιατί είχα κουραστεί να ζω σαν τον πρόσφυγα στις συμπεθέρες
(ετοιμάζεται βιβλίο για το τι έζησα μαζί τους πέντε μήνες). Χρειαζόμαστε restart. Και σαν ζευγάρι, και
σαν οικογένεια και γενικώς.
Αμήν Παναγία μου!