Είπαμε με τη σύζυγο να καθιερώσουμε μικρά ραντεβουδάκια,
άνευ τέκνου, για να περνάμε ποιοτικό χρόνο μεταξύ μας. Να μην είμαστε συνέχεια
με ένα «αγάπη μου, το μωρό!» στο στόμα. Αντιλαμβάνεσαι την φιλοδοξία του
πράγματος. Να μπορείς να θυμηθείς ότι κάποτε σε αυτή τη γυναίκα με την οποία σήμερα η
πιο γλυκιά κουβέντα που ανταλλάζεις είναι «φέρε μου μια πάνα από το ερμάρι της κουζίνας», αφιέρωνες τραγούδια και έκανες μαζί της όνειρα να κάνετε τον γύρο του κόσμου.
Περασμένα μεγαλεία. Αφήσαμε τον γιο στη γιαγιά του και είπαμε να πάμε να φάμε
ένα γαμο-φαΐ με την ησυχία μας.
Πήγαμε σε ένα από τα νέα λευκωσιάτικα στέκια, απ’ αυτά
που μόλις ανοίξουν κατακλύζονται από τον υπόκοσμο και δεν μπορείς να βρεις
τραπέζι για δυο μήνες, ώσπου να ανοίξει ένα καινούριο και να γίνει εκείνο το
επίκεντρο της νήσου. Πήγαμε στο έτσι. Δεν
βρήκαμε θέση. Πήγαμε σε ένα άλλο. Σε ένα ακόμα πιο δήθεν, ένα ακόμα πιο pretentious. Μας παστώσανε σε ένα τραπεζάκι 2χ2, στο οποίο αν έκλανα
θα έσπαζαν τα σερβίτσια και ως διά μαγείας στο διπλανό τραπέζι ήρθε και
θρονιάστηκε μια φίλη της πεθεράς μου με τον 80χρονο πατέρα της και τον 4οαρη
γιο της. Γίναμε ένα παρεάκι, αφού εκ των πραγμάτων καθίσαμε ο ένας μέσα στον
κώλο του άλλου σαν κυριακάτικη εκδρομή της φιλοπτώχου στους Καπέδες. Κάπως έτσι τη βγάλαμε.
Δεν βρήκα τίποτα να φάω (τι θες και με πας εμένα στα
γκουρμέ, ποιος είμαι ο Ιαπωνέζος στο Μάστερ Σεφ;) τσαντίστηκα, παραλίγο να
τσακωθούμε κιόλας αφού βλαστημούσα τη χώρα που γεννήθηκα και επίλεξα να ζω. Στο τέλος κάναμε μια συμφωνία με τον σεφ να φτιάξουμε κάτι απλό, προσφυγικό, να
φάω κι εγώ, να πάει πάσα κακό. Μέσα σε μισή ώρα φύγαμε. Πιατέλα με πέντε ραβιόλια μέσα! Να χαρώ εγώ γαλαντομία. Πάλι καλά που δεν ήταν ένα ραβιόλι μόνο του μέσα στην πιατέλα να επιπλέει, και καλά στιλιστική άποψη. Πφ! Πέρασα από ένα φούρνο στον γυρισμό,
πήρα μια τυρόπιτα να φάω σαν άνθρωπος και ησύχασα. Ύστερα πήγαμε και στην
πεθερά μου, φέραμε σπίτι τον γιο και τέλειωσε το ρομάντζο του σαββατοκύριακου
άδοξα.
Πήγα και ψήφισα. Νομίζω θα συμφωνείτε ότι το μόνο θετικό
που προκύπτει από τις εκλογές είναι ότι επισκεπτόμαστε ξανά το Δημοτικό μας σχολείο.
Ψήφισα Παπαδόπουλο παρόλο που όσο περισσότερο τον γνωρίζω μέσα από τις συνεντεύξεις
του και τις διακαναλικές, τόσο περισσότερο τον σιχαίνομαι. Πίστευα όμως ότι θα
ανέκοπτα την πορεία του Μαλά. Δεν θέλω να ξαναδώ την αριστερά στην εξουσία κατ’
ουδένα λόγο. Πουθενά, σε καμία χώρα. Με νευριάζουν, τους βαριέμαι, δεν τους αντέχω
λεπτό, με όση καλή διάθεση και να τους κρίνω καταλήγω στο ότι απλά δεν θέλω να τους
βλέπω μπροστά μου. Δεν τα καταφέραμε. Δεν πειράζει. Στο δεύτερο γύρο των
εκλογών θα λείπω. Κανονίστε να γυρίσω την Κυριακή το βράδυ και να έχει επανέλθει
η χούντα του Χριστόφια σε πιο συγκαλυμμένη μορφή.
Το απόγευμα πήγαμε επίσκεψη σε φίλους. Έχουμε όλοι παιδιά
πλέον και οι συναντήσεις μας αναλώνονται σε αυτά. Βαρετό από μία άποψη. Δεν
εμβαθύνουμε ποτέ στις συζητήσεις μας πια, όπως παλιά. Όλα περιστρέφονται γύρω
απ’ τα παιδιά και την πρόοδο τους. Ο γιος μου που δεν είναι συνηθισμένος να έρχεται
σε επαφή με άλλα μωρά, δέρνει. Τραβά μαλλιά και γδέρνει με τα νύχια όποιο μωρό
βρεθεί στον διάβα του. Είναι μόλις ενός έτους και δύο μηνών και δεν θέλω να
βγάλω επιπόλαια συμπεράσματα, αλλά δεν το κρύβω ότι έρχομαι σε τρομερά δύσκολη
θέση να απολογούμαι συνέχεια εκ μέρους του. Του εξηγούμε ήρεμα, με λέξεις και λόγια
(ανάθεμα κι αν καταλαβαίνει όμως τι του λέμε) ότι αυτό δεν είναι σωστό και ότι
τα άλλα παιδάκια δεν τα πειράζουμε, ούτε τα δέρνουμε, μόνο τα χαϊδεύουμε και τα
αγκαλιάζουμε, αλλά ως τώρα τζίφος. Ζω για την ώρα που θα τις φάει από κάποιον
δυνατότερο και θα δει τον νόστο. Δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ, ειλικρινά. Αγχώνομαι
και ξέρω πως με το να του θυμώσω ή να του ασκήσω εγώ βία δεν θα καταφέρω
τίποτα. Ίσως τα αντίθετα αποτελέσματα. Από την άλλη, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω
υπάρξει σε σόι που παίρνει από λόγια και νουθεσίες για να ελπίζω ότι θα κολλήσει τίποτε στο κεφάλι του. Εγώ μια ζωή καθόμουν και τις έτρωγα, ενώ
οι γύρω μου έκαναν πάντα της ξερής τους. Πάρε και κατάλαβε τι μας περιμένει.
Παρόλη τη μικροαστική μιζέρια που μόλις σου περιέγραψα
και την οποία βιώνω πλέον στο πετσί μου, είχα ένα μεγαλειώδες φινάλε. Το βράδυ
πήγα σε μία εξαιρετική παράσταση, του Εθνικού Θεάτρου Ελλάδος που περιόδευσε
στην Κύπρο για δύο παραστάσεις. «Στέλλα Κοιμήσου». Είμαι απαράδεκτος που δεν
είχα ξετρυπώσει προηγουμένως αυτό το αριστούργημα και το οποίο μου πήρε δυο
χρόνια να γνωρίσω, εγώ που θέλω να πιστεύω ότι ξέρω και δυο θεατρικά πράγματα
που συμβαίνουν. Επρόκειτο για μία παράσταση που βασίζεται εξ ολοκλήρου σε
αυτοσχεδιασμούς, δεν υπάρχει κείμενο και κάθε βράδυ βλέπεις μια άλλη παραλλαγή της
ιστορίας. Η ιστορία βέβαια μένει σταθερή και αφορά σε μία νεοελληνική
οικογένεια που σφάζεται επί σκηνής. Πατέρας μαφιόζος με κέντρα διασκεδάσεως
στην παραλιακή, μάνα αλκοολική, ένας γιος συριζαίος με όλα τα κουσούρια της παράταξης
προσωποποιημένα, δυο κόρες τσουλάκια, η μία εκ των δύο που πρωταγωνιστεί
αποφασίζει να διαλύσει τον αρραβώνα της με γιο πολιτικού για χάρη ενός φέρελπι
ηθοποιού. Πρόσθεσε και μια βλοσυρή, πλην κουτσή θεία και έναν θείο δικηγόρο και
έχεις έτοιμο το δράμα.
Δράμα που προκαλεί γέλιο βέβαια. Στα ¾ του έργου
απολαμβάνεις έναν υπέροχο κυνισμό που αποδίδει απόλυτα ρεαλιστικά τη μέση
ελληνική οικογένεια που δεν μπορείς παρά να γελάσεις με τα χάλια σου. Στο
τελευταίο τέταρτο, εκεί που ξεσπά η βία, απλά κοιτάζεις χάσκοντας, ως είθισται.
Είναι σαν να είσαι μέσα στο σαλόνι μαζί τους, σαν να πήγες επίσκεψη σε ένα
σπίτι και ξαφνικά καβγαδίζουν όλοι μπροστά σου για να σε αναγκάσουν να τους δικάσεις
και να πάρεις θέση. Η αγαπημένη μου σκηνή ήταν εκείνη που ξαφνικά όλοι οι
πρωταγωνιστές χωρίζονται σε τρία πηγαδάκια και σφάζονται όλοι ταυτόχρονα για διαφορετικούς
λόγους, ο θεατής βλέπει ένα χάος κι όμως ανάλογα με το που εστιάζει την προσοχή
του βγαίνει νόημα, δένονται όλα μαγικά μεταξύ τους και μένεις άναυδος από τη
σκηνοθετική προσέγγιση.
Τέτοιες παραστάσεις έπρεπε να βλέπουμε και όχι τις αθλιότητες
που παράγει η χώρα μας, τις οποίες μετά από κάποιο καιρό τις συνηθίζεις, τις ανέχεσαι
και σου φαίνονται και αξιοπρεπείς. Είμαστε για το τίποτε.
Δευτέρα σήμερα, ήρθα δουλειά. Λείπει η καλύτερη μου φίλη.
Έφυγε. Έκοψεν ο νους της και ζήτησε μετάθεση. Για τρία χρόνια. Μπορεί και για
πάντα. Σίγουρα για πάντα. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Έχω νεύρα. Και για εκείνη που έφυγε και με άφησε. Και για μένα που κάθομαι ακόμα εδώ.